αυτοσυντήρητος

αυτοσυντήρητος
-η, -ο
αυτός που συντηρείται με τα δικά του μέσα, ο αυτάρκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + συντηρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Φίλιππο Ιωάννου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αυτοσυντήρητος — η, ο αυτός που συντηρείται από δικούς του πόρους: Τα παιδιά μου τώρα είναι αυτοσυντήρητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτοτελής — ές (AM αὐτοτελής, ές) 1. τέλειος, πλήρης αφεαυτού, αυτάρκης 2. ανεξάρτητος, αυθύπαρκτος αρχ. 1. απόλυτος, αυτοδύναμος 2. αυτός που επαρκεί στον εαυτό του, επαρκής, αυτοσυντήρητος 3. αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, που καθορίζει μόνος τις… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοσυντήρητος — η, ο που συντηρείται από δικούς του πόρους, αυτοσυντήρητος: Ιδιοσυντήρητο ίδρυμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”